- λοιπός
- λοιπόςremaining overmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek
λοιπός — ή, ό 1. αυτός που απομένει, υπόλοιπος: Οι λοιποί φίλοι θα έρθουν αύριο. 2. φρ., «του λοιπού», από δω και στο εξής: Του λοιπού θα έρχεσαι νωρίς το βράδυ· «και τα λοιπά» (κτλ.) για ό,τι εννοείται εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοιπόν — λοιπός remaining over masc acc sg λοιπός remaining over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπαῖς — λοιπός remaining over fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπαί — λοιπός remaining over fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῖς — λοιπός remaining over masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῖσι — λοιπός remaining over masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῖσιν — λοιπός remaining over masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποί — λοιπός remaining over masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῦ — λοιπός remaining over masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)